hurt - ορισμός. Τι είναι το hurt
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι hurt - ορισμός

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
HURT; Hurt (song); Hurt (film); Hurt (disambiguation); Hurtful

hurt         
¦ verb (past and past participle hurt)
1. cause pain or injury to.
(of a part of the body) suffer pain.
2. make unhappy; upset.
be unhappy.
3. be detrimental to.
4. (hurt for) N. Amer. informal have a pressing need for.
¦ noun
1. injury or pain.
2. unhappiness.
Origin
ME (orig. in the senses 'to strike' and 'a blow'): from OFr. hurter (v.), hurt (n.), perh. ult. of Gmc origin.
hurt         
I
adj.
insulted
1) deeply hurt
injured
2) badly hurt
II
v.
1) to hurt badly, seriously; deeply; slightly
2) (R) it hurts me to cough; it hurts me to see her ruin her life
hurtful         
a.
Injurious, detrimental, mischievous, pernicious, deleterious, noxious, baneful, prejudicial, disadvantageous, harmful, baleful.

Βικιπαίδεια

Hurt

Hurt may refer to:

  • Suffering, pain or injury
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για hurt
1. It doesn‘t hurt U.S. consumers; it doesn‘t hurt U.S. businesses.
2. "That would hurt not just a company like Adobe ňŔÓ it would hurt content companies, it would hurt device manufacturers."
3. They do not want to hurt anyone, but want to hurt our economy.
4. If someone is hurt, has a hurt in his hand, I will help him," Zeinab said.
5. The basic principle is: if you hurt someone, they‘re going to want to hurt you.